κανάλης

κανάλης
(Μ κανάλης, ὁ)
υπόνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού κανάλιον) με αλλαγή γένους από επίδραση πιθ. λ. όπως υπόνομος, οχετός κ.τ.ό.].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”